..Κανένας δε μπορεί να σας συμβουλέψει ή να σας βοηθήσει, κανένας. Ένας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ' τις πιο βαθιές γωνιές τής καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε; Τούτο, πρώτ' απ' όλα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα τής νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκαλίστε βαθιά μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντηχήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ρώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλόΠρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ' αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής. Ζυγώστε, τότε, τη φύση. Πασχίστε, τότε, να πείτε, σα να 'σαστε ο πρώτος άνθρωπος πάνω στη γη, τι βλέπετε, τι ζείτε, τι αγαπάτε, τι χάνετε. Μη γράφετε ερωτικά τραγούδια. Αποφύγετε, πρώτ' απ' όλα, τούτα τα πολύ τρεχούμενα και συνηθισμένα θέματα: είναι τα πιο δύσκολα, κι ο ποιητής πρέπει να φτάσει σ' όλη την τρανή ωριμότητα τής δύναμής του για να μπορέσει να δώσει κάτι δικό του, εκεί όπου, σίγουρη και λαμπερή —κάποιες φορές— η παράδοση παρουσίασε τόσην αφθονία. Μακριά απ' τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σ' εκείνα που σας προσφέρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά —ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας...
Σ᾽ ευχαριστώ Ρίλκε.
Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει αυτή την ακαταμάχητη ανάγκη, όμοια με την αναπνοή, να γράψω.
Κάθε λέξη παίρνει τη θέση της, με παλμό, με ρυθμό, με μουσικότητα, σαν ένα κομμάτι πάζλ.
Βλέπω την ψυχή μου να παίρνει σάρκα και οστά πάνω στο χαρτί.
Αυτή είμαι, και μόνο εκεί δεν μπορώ να κρυφτώ.
Εκεί, στο γράψιμο, δεν είναι αστεία τα πράγματα.
Παλεύεις με τον ίδιο σου τον εαυτό, που ξέρει τα τερτίπια του μυαλού σου.
Εκεί δεν υπάρχει χώρος για προσωπεία.
Ξιφομαχείς.
Και υποκλίνεσαι στον αντίπαλο.
Εσένα.
Wednesday
Tuesday
Σαν τα λιοντάρια... (σε συνέχειες)
(Υπάρχει προηγούμενο κείμενο, όπως υπάρχει και η συνέχεια.. Μια γεύση από ᾽᾽Τα λιοντάρια᾽᾽μου..)
.........Ο θείος της ήταν πάντα στην απ´έξω. Ο θείος Αλέξανδρος.
Πάντα ήρεμος, ακόμα και στα δύσκολα, πάντα απόμακρος.
Μόνο με εκείνη, την Αριάδνη ανοιγόταν, κ αυτό μόνο όταν ήταν οι δυο τους.
Δεν την φοβόταν την Μαίρη, την γυναίκα του. Τη λάτρευε. Αλλά εκείνη είχε πάρει προσωπικά την ευθύνη της Αριάδνης. Παρόλο που την είχαν υιοθετήσει με όλες τις απαιτούμενες πράξεις, και είχε πάρει το επώνυμο Ιωάννου από τον θείο Αλέξανδρο, μόνο Ιωάννου δεν ήταν.
Η Μαίρη δεν άφηνε κανέναν άλλον να ασχοληθεί με την Αριάδνη, λες και ήταν μόνο δικό της παιδι. Ο Αλέξανδρος στην αρχή ειχε θυμώσει, είχε μιλήσει, είχε εξηγήσει. Τελικά, έκατσε πίσω και άφησε την Μαίρη να κάνει ότι ήθελε. ᾽᾽Η Αριάδνη είναι δική μου ευθυνη. Το υποσχέθηκα πάνω από το σώμα της αδερφής μου. Εγώ θα την μεγαλώσω, όπως θα την μεγάλωνε εκείνη. Συγγνώμη Αλέξανδρε, αλλά αυτό δεν σε αφορά ούτε σου ζητώ να το καταλάβεις.῾᾽
Λέων
_______
Η επόμενη μέρα των γενεθλίων είναι πάντα μια περίεργη μέρα. Έχει την γλυκόπικρη ανάμνηση του εορτασμού, αλλά και την βάρβαρη πραγματικότητα του νέου χρόνου. Είναι μια μέρα που πολλά μπορούν να συμβούν. Και συχνά, πολλά συμβαίνουν.
Είναι η ημέρα που βγαίνουν τα λιοντάρια.
Η Αριάδνη ξύπνησε με βαρύ κεφάλι, με δυσθυμία. Ακόμα δεν ήταν σίγουρη οτι ήθελε να έχει μάθει αυτα που διάβασε, γιατι είχε ανοίξει μια μικρή πορτούλα αυτό το ημερολόγιο.
Μια μικρή ενοχλητική πορτούλα που έριχνε μια λεπτη δεσμίδα φωτός σε ένα υπόγειο με κλεισμένα ερωτηματικά που είχαν πλέον πιάσει αράχνες.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε κατευθείαν στον υπολογιστή της. Το κινητό της είχε πολλά φακελάκια, γραπτά μηνύματα, κλήσεις. Facebook, Twitter, BBMs. Ξεκίνησε να τα ανοίγει ένα ενα.
῾᾽Μωρό μου;῾᾽Ο Απόστολος. ᾽Μωρό μου συγγνώμη που αργησα χτες, το ξέρω είμαι απαράδεκτος. Make up dinner tonight? Σε λατρεύω᾽᾽. ᾽᾽Μωρό μου σε παρακαλώ απάντησέ μου, δεν αντέχω να ξερω οτι είσαι θυμωμένη. Δεν γινόταν να φύγω με τίποτα, ξέρεις πως είναι στο γραφείο. Συγγνώμη συγγνώμη συγγνώμη. Σε λατρευώ, στο᾽πα;᾽᾽
᾽Ἀγαπη μου κοντεύω να τρελαθώ, είναι 5 και είμαι ξύπνιος. Στείλε μου μόνο να δω οτι είσαι καλά, ανησυχώ, είσαι το μωρό μου, είσαι η ζωή μου όλη᾽᾽.
Οχι απλά ο Απόστολος, ο Απόστολος σε όλη του την υπερβολή. Παλιά γελούσε με τα μηνύματά του, σήμερα απλά τα βαριόταν. Αν την αγαπούσε, ας ήταν εκεί. Βαρέθηκε τους παιδιάστικους τρόπους του, βαρέθηκε να αισθάνεται οτι πρεπει να τον νταντεύει.
Τον αγαπούσε με ένα συμπαθητικό τρόπο, αλλά σήμερα τον αισθανόταν σαν μια αλυσίδα δεμένη στα πόδια της. Και γιατί; Μήπως ήταν συμβολαιογραφικά αναγκασμενη να είναι μαζί του; Ούτε παντρεμένοι ήταν, ούτε παιδιά είχαν. Για πρώτη φορά άρχισε να σβήνει ένα ένα τα τελευταία του μηνύματα. Delete delete delete.
Άλλωστε, η ημέρα μετά τα γενέθλια είναι μέρα ξεκαθαρισμάτων.
Η Μ. και η Φ. ήταν το γείωμα της Αριάδνης, ήταν ο κρίκος που κρατούσε ανέπαφη την αλυσίδα της ψυχής της, ήταν το αποκούμπι της, ήταν οι εξομολογητές της. Ήξεραν τα πάντα. Πολλές φορές ρωτούσαν πιεστικά και ανάγκαζαν την Αριάδνη να σκεφτεί πράγματα που δεν ήθελε. Είχαν μια σχεδόν σωκρατική μέθοδο να μαθαίνουν τα πάντα, και χωρίς να λένε κάτι συγκεκριμένο, παρα μόνο κατευθύνοντας κατάλληλα τη συζήτηση, έβαζαν τους τροχούς του μυαλού της Αριάδνης να δουλέυουν και συχνά να καταλήγουν σε συμπεράσματα για την ζωή της και τον εαυτό της.
Της είχαν λείψει από χτες. Και πόσα είχαν συμβεί από τότε. Ήθελε πολύ να τις δει. Αλλά πως να τους εξηγήσει τα ημερολόγια, την ιστορία του παππού, δεν ήθελε πια να φέρνει στο τραπέζι συγκλονιστικές ιστορίες.
Ήθελε απλά να είναι μια συνηθισμένη κοπέλα. Δεν θα μιλούσε.
Σήμερα δεν θα μιλούσε.
Κατάφερε να αποφύγει επιτυχώς τον Απόστολο με μερικά μηνύματα και κανένα τηλεφώνημα μέχρι το βράδυ που θα συναντούσε τα κορίτσια. Με ένα λεπτό χειρισμό απέφυγε και να τον δει. Ντύθηκε νωρίς. Με ένα λευκό κολλητό τζιν και ένα τιραντάκι μωβ. Φόρεσε και τακούνια, που δεν το συνήθιζε. Με ύψος αρκετά άνω του μέσου συχνά απέφευγε τα τακούνια, κυρίως για τις δριμείς κριτικές από τις πιο κοντές της φίλες.
Περπάτησε μέχρι το μπαρ στο Κολωνάκι, ήταν δίπλα στο σπίτι της, για το πρώτο ποτό, αλλά οι κοπέλες είχαν υποσχεθεί ᾽και όπου μας βγάλει᾽. Συχνά τις έβγαζε στα πιο περίεργα μέρη, στην Ομήρου, στο Γκάζι, στο Μοναστηράκι, μέχρι Πειραια. Ηταν ωραία να βγαίνει χωρίς πρόγραμμα, τόσο διαφορετικά απο το ψυχαναγκαστικό προγραμματισμό του Απόστολου, που ήθελε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του να είναι οργανωμένο.
Έφτασε πρώτη και έπιασε αμέσως τραπέζι δίπλα στην τζαμαρία, να βλέπει έξω ποιος περνούσε τον μικρό δρόμο. Το μπαράκι ήταν υμιυπόγειο, αλλά μπορούσες να δεις ποιος περνάει και συχνά έβλεπαν γνωστούς και φίλους. Εκείνη την ημέρα ήταν ήρεμα, Κυριακή, οι περισσότεροι που εργάζονταν ήταν ήδη σπίτι να ετοιμαστούν για την εβδομάδα που θα ξεκινούσε. Λίγοι είχαν τολμήσει να ξεμυτίσουν και ακόμα λιγότεροι είχαν προτιμήσει το μπαράκι της Λουκιανού. Παρήγγειλε μια βοτκα τόνικ και περίμενε.
Στη ζωή λένε περιμένουμε. Συνέχεια. Να πάμε κάπου, να έρθει κάποιος, να ξεκινήσουμε, να τελειώσουμε.
᾽᾽Στη ζωή λένε περιμένουμε. Συνέχεια᾽᾽ άκουσε μια φωνή να της λέει από πίσω της. Πετάχτηκε τρομοκρατημένη.
᾽᾽Συγγνώμη αν σε τρόμαξα. Δεν το ήθελα. Σε είδα να κάθεσαι και σκέφτηκα οτι η ζωή μας είναι μια συνεχής αναμονή και ήθελα να σου το πώ᾽᾽.
Η Αριάδνη έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένη
᾽᾽Δε... Ε... Δεν με τρόμαξες. Απλώς σκεφτόμουν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Με ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Δεν κάνω πλάκα.᾽᾽
᾽᾽Τι όμορφο. Δεν μου έχει ξανατύχει. Να καθίσω μαζί σου; Η παρέα κάνει την αναμονή να μοιάζει μικρότερη.᾽᾽
᾽᾽Κάθισε. Περιμένω 2 φίλες μου, δεν θα αργήσουν.᾽᾽
᾽᾽Με λένε Λέων.᾽᾽
Προφανώς, σκέφτηκε η Αριάδνη.
῾᾽Ἀμα είσαι και Λέων, θα έχει πολύ πλάκα. Στο ζώδιο᾽᾽.
᾽Ὄχι, δεν είμαι. Αλήθεια, πιστεύεις στα ζώδια; Οτι η ζωή μας ορίζεται από την κίνηση των πλανητών ή απο τη συγκεκριμένη θέση που είχαν όταν γεννηθηκαμε;᾽᾽
᾽Ὀχι, δεν ξέρω γιατί το είπα.. Αποτυχημένο χιούμορ μάλλον. Αριάδνη.᾽᾽
᾽Ὠραίο όνομα, σου ταιριάζει. ᾽
Η Αριάδνη κοίταξε τα ανακατεμένα του μαλλιά με τις μπούκλες, λίγο μακρυά, τα μεγάλα του μάτια, τα κατάλευκα δόντια, το λίγο μαυρισμένο δέρμα, και τα δυνατά μέσα από το τισερτ μπράτσα.
᾽Κ εσένα σου ταιριάζει το Λέων.᾽
Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και χαμογέλασε.
᾽Ξέρω τι εννοείς. Νομίζω οτι τα ονόματα λένε πολλά για τον μετέπειτα χαρακτήρα που θα αναπτύξει ο καθένας. Ίσως λειτουργεί υποσυνειδητα. Αν έπρεπε να διάλεγα το όνομά μου ξανά από την αρχή, ίσως διάλεγα κάτι λιγότερο απαιτητικό. Ενώ τώρα, ως Λέων, είναι δύσκολο να ξεφυγω από το βάρος του. Οχι οτι θέλω.᾽
Η Αριάδνη ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. Τι περίεργη συζήτηση.
᾽Χτες ήταν τα γενέθλιά μου. Να σε κεράσω ένα ποτό;᾽του είπε.
᾽᾽Ἀριάδνη, πρέπει να αφήσεις το λιονταρί να ειναι λιοντάρι. Τι στο καλο, βασιλιάδες είμαστε..᾽᾽
Δεν σε θυμαμαι ποτέ πιο ωραίο από τότε. Τότε που κλήθηκες να είσαι λιοντάρι. Πραγματικό λιοντάρι, στις πύλες της σοφίας. Στο έγραψα γιατί ήταν κάτι βαθειά πνευματικό. Σχεδόν θρησκευτικό. Όπως η αγάπη. Γελούσες ολόκληρος, και τα μάτια σου γυάλιζαν. Έλαμπαν. Ακόμα προσπαθώ να βρώ τι απέγινε αυτό το χαμόγελο. Που πήγε αυτό το έντονο φούσκωμα της υπερηφάνειας. Είσαι ακόμα αυτός; Ή δεν ήσουν ποτέ;
Monday
Ένας μικρός θάνατος
Έχω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου εδώ και μέρες. Ξυπνά το πνεύμα μου, σηκώνομαι, τεντώνομαι και με κοιτάζω από ψηλά.
Είμαι νεκρός.
Είμαι μέσα στο χώμα, γυμνός, τυλιγμένος σε ένα λευκό σεντόνι, βρώμικο από την λάσπη και την ταλαιπωρία. Σε λίγα λεπτά δεν έχει μείνει τίποτα από το σώμα που μύριζες με τόση επιθυμία.
Κλαίω, πονάω, αλλά κανείς δεν ακούει. Τα δάκρυά μου κυλάνε στο χώμα και το αίμα χύνεται ποτάμι από τις πληγές μου.
Είμαι θυμωμένος. Και κρυώνω. Νόμιζα ότι όσο πιο κοντά στο κέντρο της γης, τόσο περισσότερη η ζέστη. Είναι όμως η μοναξιά, η έλλειψη του σώματός σου δίπλα μου. Που τόσο την έμαθα, την συνήθισα, την χρειάστηκα. Είναι η ζέστη σου που λείπει και ανατριχιάζω από το κρύο.
Ορκίστηκες ότι θα είσαι πάντα εκεί, να μου κρατάς το χέρι. Να περπατήσουμε την γη μαζί. Κοιτάω δίπλα μου και δεν είσαι. Δεν μου κρατάς το χέρι. Λιποψύχισες.
Είμαι πολύ θυμωμένος. Και ας χάνω το αίμα κ τα δάκρυα μου, ο θυμός μου δεν εξαφανίζεται. Ίσα ίσα διαθλάται, διασπάται, πολλαπλασιάζεται, δυναμώνει. Γεμίζει ξανά το σώμα μου. Ξέρω ότι θα ξαναγεννηθώ σε λίγο και προσπαθώ να ηρεμήσω. Να χαμηλώσω τους χτύπους της καρδιάς μου, να κλείσω τα μάτια, να συγκεντρωθώ.
Ήδη νιώθω την αλλαγή μέσα μου. Η καρδιά μου, τα χείλη μου, τα χέρια μου δεν αισθάνονται πια όπως πριν. Σε λίγο τα μάτια μου βλέπουν διαφορετικά. Το κρύο κρυσταλλώνει τον θυμό μου και πέφτει από πάνω μου κομμάτι κομμάτι. Όπως σπάνε οι σταλακτίτες. Δεν σε χρειάζομαι πια. Η αναγέννησή μου έχει αρχίσει, η μετενσάρκωσή μου πλέον έχει μπει στην τελική της ευθεία.
Σε έχασα και πέθανα για να ξαναγεννηθώ ένας Άλλος. Ένας που τώρα πια ξέρει. Γιατί για να μάθεις πρέπει να χάσεις. Και για να ξαναγεννηθείς πρέπει να ερωτευτείς. Και εγώ είμαι πλέον πανέτοιμος.
Είμαι νεκρός.
Είμαι μέσα στο χώμα, γυμνός, τυλιγμένος σε ένα λευκό σεντόνι, βρώμικο από την λάσπη και την ταλαιπωρία. Σε λίγα λεπτά δεν έχει μείνει τίποτα από το σώμα που μύριζες με τόση επιθυμία.
Κλαίω, πονάω, αλλά κανείς δεν ακούει. Τα δάκρυά μου κυλάνε στο χώμα και το αίμα χύνεται ποτάμι από τις πληγές μου.
Είμαι θυμωμένος. Και κρυώνω. Νόμιζα ότι όσο πιο κοντά στο κέντρο της γης, τόσο περισσότερη η ζέστη. Είναι όμως η μοναξιά, η έλλειψη του σώματός σου δίπλα μου. Που τόσο την έμαθα, την συνήθισα, την χρειάστηκα. Είναι η ζέστη σου που λείπει και ανατριχιάζω από το κρύο.
Ορκίστηκες ότι θα είσαι πάντα εκεί, να μου κρατάς το χέρι. Να περπατήσουμε την γη μαζί. Κοιτάω δίπλα μου και δεν είσαι. Δεν μου κρατάς το χέρι. Λιποψύχισες.
Είμαι πολύ θυμωμένος. Και ας χάνω το αίμα κ τα δάκρυα μου, ο θυμός μου δεν εξαφανίζεται. Ίσα ίσα διαθλάται, διασπάται, πολλαπλασιάζεται, δυναμώνει. Γεμίζει ξανά το σώμα μου. Ξέρω ότι θα ξαναγεννηθώ σε λίγο και προσπαθώ να ηρεμήσω. Να χαμηλώσω τους χτύπους της καρδιάς μου, να κλείσω τα μάτια, να συγκεντρωθώ.
Ήδη νιώθω την αλλαγή μέσα μου. Η καρδιά μου, τα χείλη μου, τα χέρια μου δεν αισθάνονται πια όπως πριν. Σε λίγο τα μάτια μου βλέπουν διαφορετικά. Το κρύο κρυσταλλώνει τον θυμό μου και πέφτει από πάνω μου κομμάτι κομμάτι. Όπως σπάνε οι σταλακτίτες. Δεν σε χρειάζομαι πια. Η αναγέννησή μου έχει αρχίσει, η μετενσάρκωσή μου πλέον έχει μπει στην τελική της ευθεία.
Σε έχασα και πέθανα για να ξαναγεννηθώ ένας Άλλος. Ένας που τώρα πια ξέρει. Γιατί για να μάθεις πρέπει να χάσεις. Και για να ξαναγεννηθείς πρέπει να ερωτευτείς. Και εγώ είμαι πλέον πανέτοιμος.
Subscribe to:
Posts (Atom)