Monday

Αυτό το σήμερα με αρρωσταίνει.

Αυτό το δωμάτιο με αρρωσταίνει.. Νιώθω την ατμόσφαιρα βαριά. Σαν να έχω να ανασάνω χρόνια. Σιχαίνομαι. Κι όμως δεν σταματώ. Είμαι δυνατός, και οι δυνατοί προχωρούν, δεν κάνουν πίσω. Νιώθω το σώμα της από κάτω μου. Γιατί Θεέ μου; Αν είχα πιει λιγότερο.. Αν είχα πιει περισσότερο.. Ο ιδρώτας μπαίνει στα μάτια μου, πρέπει να τελειώσω. Συγκεντρώσου. Πες πως ήταν εκείνη..

«Ήταν υπέροχα». Το σώμα της κινείται ελαφρά. Τώρα τι να πεις; Τίποτα. Βάλε την μασκούλα σου, βάλ’ την και παίξε. Αλλά παίξε όπως σου αξίζει, όπως ένας πρωταγωνιστής. Σβήσε το μυαλό σου, την καρδιά σου και παίξε. Εξαφάνισε ό,τι έχεις μέσα σου και παίξε.

Ξημερώνει.
Κι ας ξημερώνει, πότε με εμπόδισε αυτό;

Τώρα όμως με ενοχλεί, το φως τρυπά στο δωμάτιό μου, τρυπά την καρδιά, την ψυχή μου. Διάτρητος. Αυτό είμαι, διάτρητος, και η ζωή μου ξεγλιστρά μέσα από τις τρύπες μου, χτυπά με δύναμη το ταβάνι. Το σπάει και ξεχύνεται στον ουρανό. Θέλω να ουρλιάξω κι όμως κρατιέμαι. Τα ουρλιαχτά είναι για τους αδύναμους, κ εγώ δεν ήμουν ποτέ τέτοιος. Τα λόγια της, γρατζούνισαν τα μάτια του Θεού.
«Σ’ αγαπάω» έλεγε, και κουβαλούσα τη μορφή της αλυσοδεμένη πάνω μου. «Ερωτευμένος άρα ονειροπόλος, ονειροπόλος άρα αθάνατος» της απαντούσα, και η καρδιά μου κρεμόταν από τις βλεφαρίδες της.
Μέχρι που γλίστρησε το χέρι της πάνω μου, και κρύο μέταλλο διαπέρασε το δέρμα μου. Το δέρμα μου και την καρδιά μου.
Πριν την αγκαλιάσω πριν νιώσω την ζέστη του προσώπου της για τελευταία φορά, κοίταξα την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη και ψιθύρισα στο αθέατο κοινό μου «σας ευχαριστώ που ήρθατε στην παράστασή μου».

Τώρα κοιτάω αυτό το ξένο σώμα δίπλα μου, το τόσο ξένο, το αφιλόξενα ξένο, και αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι είναι προορισμένοι να σκουντουφλάνε στον κόσμο χωρίς ταίρι.
«Σήκω» της λέω «και φύγε».
Το είπα σιγά, δεν με άκουσε. Τράβηξα το σεντόνι από πάνω της. Το δέρμα της μυρμήγκιασε. Η θερμοκρασία της αμέσως έπεσε. Δεν ξύπνησε μόνο ταρακουνήθηκε στον ύπνο της. Τόσα πράγματα είχαν περάσει από το μυαλό μου. Η ζωή μου είχε αλλάξει χίλιες τροχιές και εκείνη ονειρευόταν. Τι να έβλεπε άραγε; Λες να καταλάβαινε την ανουσιότητα της ζωής της; Της νύχτας που πέρασε; Κομπάρσος. Αυτή στην ζωή της, κ εγώ στην δική μου. Η μήπως αυτή κομπάρσος στην δική μου, κ εγώ στην δική της;

Τι σημασία έχει;

Την σκούντηξα λίγο, μια σταλιά. Λες και έπρεπε με αυτό το απρόσμενο, ελαφρό κούνημα να καταλάβει πως δεν έχω πια χώρο για εκείνη στην ζωή μου. Άνοιξε τα μάτια της. Η μορφή μου με το τσιγάρο στο στόμα, της τα ξεκαθάρισε όλα. Ήταν η ώρα να φύγει. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, σαν να μην ήθελε να ξυπνήσει την ζωή μου.
«Μην φοβάσαι γλυκιά μου» ήθελα να της πω ειρωνικά «εμένα ολόκληροι σεισμοί δεν με ξύπνησαν.
Ντύθηκε και όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει, ανεπαίσθητα, ξέσπασα σε ένα τρελό γέλιο.
Γελούσα για όλα αυτά που της είπα και τα πίστεψε, για όλα εκείνα που της είπα και τα πίστεψα .
Γέλασα για τον πόνο που ένιωσα όταν μια άλλη πόρτα έκλεινε πολύ πιο δυνατά, πιο βίαια, πιο απότομα.
Γέλασα για όλες τις μέρες που το μυαλό μου ήταν αιμόφυρτο από την μορφή της, παράλυτο από τα μάτια της.
Και μετά. έκλαψα.
Έκλαψα για όλα όσα γέλασα προηγουμένως, και ακόμα περισσότερα.
«δεν είσαι το άλλο μου μισό, εγώ μισώ ότι χωρίζει, είσαι το άλλο μου εγώ, αυτό που γουργουρίζει»Πόσες φορές δεν της το τραγούδησα.. Μα πιο πολύ από όλα, έκλαψα για τα τραγούδια που της χάρισα, για όλες τις φορές που την άγγιξα.
Μπήκα στο μπάνιο, να βγάλω την άλλη από πάνω μου. Έβλεπα τα υγρά της, το σάλιο της, τα φιλιά της, τα χάδια της, να γλιστρούν από πάνω μου, να στροβιλίζονται για μια στιγμή, κι ύστερα να χάνονται στον υπόνομο. Εκεί ακριβώς ήθελα να τα στείλω.
Σκουπίστηκα σκληρά με μια πετσέτα, να γδαρθώ. Το δέρμα μου γυάλισε. Έτρεξα στο δωμάτιο, και άρχισα με μανία να σκίζω τα σεντόνια. Γυμνός, με βρεγμένα μαλλιά, να μαζεύω βρώμικα σεντόνια. Όταν κατάλαβα πόσο γελοίο θέαμα πρέπει να παρουσίαζα, έκατσα στο κρεβάτι αποκαμωμένος. Πέταξα τα σεντόνια κάτω νευριασμένος.
Κοίταξα την αντανάκλασή μου στον απέναντι καθρέφτη και μου είπα: «Μάγκα, θα τρελαθείς, κοίτα να συνέλθεις.»
Άναψα ξανά τσιγάρο, και σαν την νηνεμία μετά την φουρτούνα, ηρέμησα. Το μυαλό μου ξεκαθάρισε. Ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω… Φόρεσα την αγαπημένη μου φόρμα, που πόσες φορές δεν φόρεσε κι εκείνη, και ένα άσπρο μπλουζάκι. Έφτιαξα έναν καφέ, όπως ακριβώς μου αρέσει. 1 καφές, 1 ζάχαρη. Με την ησυχία μου. Άνοιξα τα πατζούρια. Ήμουν έτοιμος. Έβγαλα ένα άσπρο χαρτί και ένα στυλό, και ξεκίνησα.
«Την έλεγαν.. Όχι, λάθος. Την λένε
ακόμα..»

A beach like me..




Η βροχή κάνει την άμμο να φαίνεται ακόμα πιο όμορφη.. Την θάλασσα πιο μπλέ.. Τον ουρανό πιο μελαγχολικό..

Μπορεί να ονειρεύομαι παραλίες, αλλά ακόμα δεν έχει φύγει από πάνω μου το σύννεφο..

Sex and Candy..

Hangin' round downtown by myself
And I had so much time
To sit and think about myself
And then there she was
Like double cherry pie
Yeah there she was
Like disco superfly
I smell sex and candy here
Who's that lounging in my chair
Who's that casting devious stares
In my direction
Mama this surely is a dream
-Marcy Playground



Irrationally bringing back my past. Hastily. Anxiously. I'm trying to breathe and I find myself drawing small fast breaths. Like I'm about to cry. Which I'm not. I dream of different skies, different lives, and still wake up feeling trapped and restless. I hate crossroads and yet I constantly find myself at them, obviously making the wrong turn. Though, what does actually wrong mean when its what you have chosen..  And then I disappear, in the small hours of the night. Right before it dawns. When the sky feels the darkest. Not because I don't love you, but because I have to.

'To thine own self be true' which is positively the heaviest and most chilling phrase. I'm afraid to be true to myself, so I listen to music. I cover my silence with notes. Not with noise. I sing loudly, I scream out the lyrics. I live through them- they are already there, beautifully constructed.
And I irrationally bring back my past. Hastily. Anxiously.