Ένας Άντρας κάθεται σε ένα τραπέζι. Κρατάει στο χέρι του ένα ποτήρι του κρασιού με κόκκινο υγρό μέσα- αίμα. Το φέρνει στο στόμα του και αρχίζει να το πίνει. Σταματάει για λίγο, κοιτάει το κοινό και συνεχίζει. Σηκώνει το ποτήρι, ετσι ώστε να φαίνεται οτι πίνει την τελευταία γουλιά. Αφήνει κάτω το ποτήρι, σηκώνεται και κοιτάει το κοινό..
«Την τελευταία της σταγόνα. Σέ ένα ποτήρι, η ψυχή της όλη. Η ψυχή της όλη σε ένα ποτήρι. Την βρήκα, την πήρα, την ήπια. Για να μην μου φύγει ποτέ, για να είναι πάντα μέσα μου, δικιά μου. Το αίμα της, στο αίμα μου, η ψυχή της στην ψυχή μου. Σε ένα ποτήρι, η ψυχή της όλη. Η ψυχή της όλη σε ένα ποτήρι.»
Προχωράει προς το κοινό, και τους κοιτάει στα μάτια
«Μην με κοιτάτε έτσι, η αγάπη θέλει πόνο, θέλει ολοκληρωτική παράδοση. Μέχρι την τελευταία της σταγόνα. Να την πιώ πρέπει, να την φυλακίσω. Ναι, ναι. Να την φυλακίσω, για να μην μου φύγει. Όπως την πρώτη φορά. Χιλιάδες χρόνια πίσω.
Φίλοι μου, αυτή είναι μια ιστορία παλιά, πιο παλιά κι απο τον Χρόνο. Τότε, πρίν γεννηθεί ο Χρόνος, και φυσικά πολύ πριν εμφανιστεί στα σπλάχνα της γης ο Χώρος, υπήρχε αυτή, κι εγώ. Ψέμματα, αυτή δεν υπήρχε κάν. Λές ψέμματα. Δεν θυμάσαι λοιπόν;»
Γυρνάει και λέει στον εαυτό του.
«Δέν θυμάσαι;»
Παίρνει ένα μαχαίρι, ανεβάζει το μπράτσο του και κόβεται. Σκύβει και γλύφει το αίμα του.
«Να δούμε τώρα, άν θα θυμηθείς...
Ήμουν νέος τότε, περίπου 369 χρονών. Η γή ήταν ακόμα όλη ξανθιά και πράσινη. Όπου έφτανε το μάτι σου έβλεπες αποχρώσεις ξανθιές και πράσινες. Ήχοι, τίποτα. Ένα γλυκό τίποτα, ένα τίποτα μόνο δικό μου, και της γής. Οι στιγμές, δεν είχαμε μέρες λεπτά και ώρες τότε, ούτε χρόνια φυσικά, περνούσαν, και η Γή άλλαζε. Δεν μου μιλούσε, δεν με πλησίαζε. Σαν να της είχα κάνει κάτι και να την είχα πειράξει. Σαν να μην την είχα σεβαστεί. Κάθε φορά που πήγαινα να της μιλήσω, να την πλησιάσω, εκείνη τίποτα. Μου γυρνούσε τα όμορφα ξανθά και πράσινα μάτια της, και άπλωνε μια παγωμένη ομίχλη γύρω από τη ζωή μου. Μια φορά μόνο κατάλαβα πως η Γή ήταν πληγωμένη. Δεν την είχα θυμώσει, την είχα πληγώσει. Και όλοι ξέρετε τι γίνεται άμα πληγώσεις τη Γή, έτσι δεν είναι; Καταστροφές, άγριες καταστροφές προμηνύονται. Διότι η Γή, όπως κάθε γυναίκα όπως έμαθα αργότερα, έχει ενα κύκλο. Ένα συγκεκριμένο τρόπο που ξεπερνάει ή καλύτερα αντιμετωπίζει μια πλήγή. Στην αρχή έρχεται η στεναχώρια. Μετα πλησιάζει η νηνεμία, η απραγία. Στη συνέχεια έρχεται ο θυμός, και τελευταία, πιο γλυκεία και πιο θανατηφόρα έρχεται η εκδίκηση.
Και η εκδίκηση, φίλοι μου... Δεν ξέρεις ποτέ που μπορει να φτάσει μια γυναίκα που θέλει να εκδικηθεί.
Και έτσι, ανυποψίαστος προσπαθούσα να σκαρφιστώ τρόπους να πλησιάσω την Γή, την καλυτερη και μοναδική μου φίλη, για να την κάνω να αισθανθεί καλύτερα. Να ημερέψει, να μου μιλήσει. Ρώτησα τον Ουρανό, και μου γύρισε και αυτός την πλάτη.
Μα γιατί, τι είχα κάνει; Τον παρακάλεσα ‘Ουρανέ μου, εσύ με καταλαβαίνεις, τι συμβαίνει, πές μου. Η Γή είναι η φίλη μου, και δεν μπορώ να την πλησιάσω πια...’
Ο Ουρανός, δεν ξέρω, με λυπήθηκε, και ένα βράδυ που η Γή κοιμότανε και ο Ουρανός αγρυπνούσε, μου ψιθύρισε. ‘Να φοβάσαι πάντα τον θυμό της γυναίκας που σε αγάπησε, και δεν πήρε αγάπη πίσω.’
Και μ’αυτό ξεκίνησαν τα βάσανά μου.»
Κάνει ένα βήμα πίσω στο τραπέζι, γυρνάει την πλάτη στο κοινό, βάζει το ένα χέρι στο τραπέζι, αναστεναζει, κοιτάει πάνω, γυρνάει και συνεχίζει
«Η γή δούλευε κρυφά τις νύχτες, τότε που νόμιζα οτι κοιμάται, κρυφά, ύπουλα, υποχθόνια, κακά, δυσοίωνα. Αναδευόταν, ρευόταν, πορευόταν, ντρεπόταν, μα συνέχιζε. Συχνά κόκκινοι καπνοί ξεπετάγονταν από τα μάτια της, έντονες μυρωδιές ξεχύνονταν από τα μαλλιά της. Δεν ήταν πια όλα ξανθα και πράσινα. Ήταν γκρί, κόκκινα, μαύρα, ξένα, αφιλόξενα. Δεν ήξερα πια τι να κάνω, που να κρυφτώ. Δεν έκανα προσπάθειες να πλησίασω την γή, να της μιλήσω. Είχα χάσει τον μόνο σύντροφο μου στην ζωή, και δεν είχα σε ποιόν να στραφώ. Ήθελα κάποιον τόσο πολυ να του μιλήσω.. μια παρέα. Ο κόσμος είναι τόσο άδειος άμα είσαι μόνος. Οι στιγμές τόσο ανούσιες αν δεν έχεις να της μοιραστείς με κάποιον. Κι εγώ ήμουν έτσι ακριβώς, άδειος ανούσιος. Η γή το ήξερε. Είμαι μοναχικός άνθρωπος, και όμως με άφησε έτσι, χωρίς να μου πεί τίποτα, μόνο, μοναχικό, μοναχικό και μόνο. Και σιγά σιγά άρχισα να την μισώ. Να την μισώ με ένα μίσος στην αρχη σιγανο, χαμηλο, ενοχλητικό αλλά όχι και ασήκωτο. Περνούσαν οι μέρες όμως και εγώ πιο μόνος, πιο μοναχικός, πιο μοναχικός, πιο μόνος.
ΕΣΥ ΕΦΤΑΙΞΕΣ ΓΙΑ ΟΛΑ.» ουρλιάζει κοιτώντας πάνω από τα κεφάλια του κοινού, ξαφνικά, να τους τρομάξει. Αμέσως μετά η φωνή του ηρεμεί.
«Και δεν υποπτέυτηκα τίποτα. Μόνο το μίσος μου μεγάλωνε, αυτό μου κρατούσε παρέα τις στιγμές που δεν ήξερα πού να ακουμπήσω τις σκέψεις μου. Πού να ξεκουράσω το κεφάλι που ήταν γεμάτο διαδρόμους, διαδρόμους που δεν ήθελα κάν να γνωρίσω. Μόνο που το πρόβλημα με το μίσος είναι, όπως τώρα πια ξέρουμε όλοι, οτι σε τυφλώνει. Έτσι κι εμένα, με τύφλωσε. Με τύφλωσε και δεν καταφέρα να διαβάσω πίσω από τα μάτια της, τα μάτια της Γής, πίσω από το χαμογελό της, το χαιρέκακο χαμόγελο του μίσους μου.
Ώσπου άξαφνα, όπως το συνηθίζει, γιατί δεν προειδοποιεί κανέναν και για τίποτα, η γή σταμάτησε να γεφυσά, να ξερνά, να μουρμουρά, να ανταπαντά και να ουρλιάζει ασταμάτητα. Χαχα. Ξέρω τι θα πείτε. ‘Καί δεν σε έβαλε σε σκέψεις αυτη η ηρεμία;’
Όχι.. Την μισούσα και δεν με ένοιαζε.
Στιγμές ολήκληρες, μιλιούνια από στιγμές μετά, η Γή σιώπησε εντελώς. Και είδα μια σιλουέτα. Δεν κατάφερα να δώ πολλά στην αρχή, γιατί ένα εκτυφλωτικό φώς εμπόδιζε τα δυστυχισμένα μου μάτια να δουν λεπτομέρεις. Ήταν ένα όραμα. Μια μορφή τυλιγμένη σαν σε φλόγες, σέ ένα πέπλο κεντημένο με χιλιάδες ακτίνες του Ήλιου. Έκλεισα τα μάτια μου, σίγουρος οτι θα φύγει. Μετα από λίγο άνοιξα το ένα δειλά δειλά. Μετά άνοιξα και το άλλο, γιατι το θέαμα ήταν πολύ μοναδικό για να το χαρεί το ένα μου μάτι μόνο.
Μπροστά μου ήταν η Γυναίκα. Το δερμα της ήταν ρόζ, ήταν κίτρινο, ήταν γαλάζιο, ήταν πορσελάνινο, ήταν γυάλινο. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, ήταν πορτοκαλί, ήταν ροδακινί. Τα μάτια της ήταν μαύρα, ήταν γκρί, ήταν πράσινα. Με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα, γκρί, πράσινα μάτια της, με ακούμπησε με το ρόζ, κίτρινο, γαλάζιο πορσελάνινο, γυάλινο δέρμα της. Ανεξήγητα, σαν να με τράβηξε μια αόρατη κλωστη, έπεσα στα γόνατα και άρχισα να τις φιλάω τα ξυπόλητα πόδια. Τα δακρυά μου έβρεχαν το ροζ κίτρινο γαλάζιο πορσελανινο γυάλινο παγωμενο δέρμα των ποδιών της. Εκείνη ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα της. Ξαφνικά ένα γέλιο ακούστηκε μακριά, ένα υπόκωφο κακάρισμα, ένα έξαλλο γέλιο, σχεδόν τρομαχτικό. Την ίδια στιγμη Εκείνη με έπιασε απο το χέρι και με σήκωσε. Το άγγιγμα της έκανε τους διαδρόμους στο μυαλό μου να σκοτεινιάσουν, και το γέλιο ξεχάστηκε μονομιάς. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε ‘Είμαι δικιά σου’.
Χωρίς δεύτερη σκέψη την πήρα στα χέρια μου, και την έβαλα στην ζωή μου. Χωρίς ερωτήσεις. Ποιά είσαι, πώς βρέθηκες εδώ, τι γυρεύεις, που πας.. Τίποτα, σαν να μην είχε σημασία. Τα σωματά μας ενώθηκαν, και ταιριάζαμε όπως δυο κομμάτια ενός πάζλ. Αυτό είναι συνήθως η πρώτη ένδειξη οτί κάτι δεν πάει καλά. Κανείς δεν μπορεί να ταιριαζει έτσι με κανέναν. Δεν είμαστε φτιαγμένοι να γινόμαστε ένα. Να ταιριάζουμε, ναι, άλλα όχι απόλυτα. Κάτι διαβολικό συμβαίνει άμα η ύπαρξή μας ολοκληρώνεται τελείως με κάποιον.
Από αυτό και μόνο έπρεπε να καταλάβω.
Ηταν για πάντα η ζωή μου. Ηταν για πάντα, τα πάντα για μένα.
Δεν έπρεπε να το έχεις δείξει ρε.. εκεί έκανες το μεγάλο λάθος.
Κι ύστερα Εκείνη, όπως ήρθε, έτσι έφυγε.
Ξαφνικά. Σε μια στιγμή. Σε ένα κλείσιμο του ματιού.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Μήπως δεν υπήρξε καθόλου;
Και τότε θυμήθηκα τα γέλια. Τα γέλια της εκδίκησης. Την ευτυχία του πόνου. Την έψαξα παντού. Μέσα μου, δίπλα μου, στο Θάνατο, στον Ουρανό. Τα γέλια εκείνα ήταν η μόνη μου παρέα.
ΕΣΥ;;; ΓΙΑΤΙ;;» φώναζε στην Γη.
«Για να δεις τι θα πει πραγματικός πόνος. Για να δεις τι θα πει απώλεια, τι θα πει αγάπη, έρωτας, μίσος, ελευθερία, μοναξιά. Τι θα πει ζωή και τι θα πει θάνατος» ήρθε η απάντηση από την γυναίκα Γη.
«Και τώρα που τα έμαθες, πάρε τη ζωή μου και πιες την, γιατί εγώ είμαι εκείνη, εγώ είμαι εσύ, εγώ είμαι ο Θάνατος, εγώ και η ζωή»
3 comments:
δυνατό, σκληρό και ευαίσθητο ταυτόχρονα... σαν ξυράφι.
Euxaristw poly Alex mou!
Lou,
you are a person truly made for writing... Keep it up
Post a Comment